- οφειλομένως
- ὀφειλομένωςὀφείλω-IG: pres part mp masc acc pl (doric )
Morphologia Graeca. 2013.
Morphologia Graeca. 2013.
οφειλομένως — ὀφειλομένως (ΑΜ) επίρρ. όπως ορίζει το χρέος. [ΕΤΥΜΟΛ. Επίρρ. σχηματισμένο από τη μτχ. ὀφειλόμενος τού ὀφείλω] … Dictionary of Greek
ὀφειλομένως — ὀφείλω IG pres part mp masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)